- συνυπαρχούσας
- συνυπαρχούσᾱς , σύν-ὑπάρχωbeginpres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)συνυπαρχούσᾱς , σύν-ὑπάρχωbeginpres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εθνισμός — ο 1. εθνικότητα 2. εθνική συνείδηση 3. η αγάπη και αφοσίωση ενός ατόμου προς το έθνος του ως αυθύπαρκτης και ισότιμης συνυπάρχουσας οντότητας στο πλαίσιο τής διεθνούς κοινότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Νικόλ. Σπηλιάδη] … Dictionary of Greek